- προβλήμασι
- πρόβλημαanything thrown forwardneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
гаданиѥ — ГАДАНИ|Ѥ (23), ˫А с. 1. Вопрос; то, что подлежит выяснению: понеже бо подобаѥть. непраздьно. прѣити. || гаданиѥ же отъ мѹжа. възискълива. подвижющесѩ пътица нб҃сьны˫а. и рыбы морьскы˫а… тоѥ же при˫аша бытиѥ. (πρόβλημα) КЕ XII, 185а–б; ˫ако же ѹбо … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διάστρεμμα — το (AM διάστρεμμα) [διαστρέφω] βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι») μσν. διαφωνία || αρχ. μσν. διαστρεβλωμένο πρόβλημα ή ζήτημα («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς… … Dictionary of Greek